- βαθυκρήπις
- βᾰθῠ-κρήπῑς, ϊδος, ὁ, ἡ,A with deep foundations,
Ἄβυδος Musae.229
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἄβυδος Musae.229
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της … Dictionary of Greek